- θρούμπη
- η και θρούμπι, το και θρουμπί, το είδος φυτού, θύμβρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ρίγανη — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 110 μ.), στην πρώην επαρχία Βόνιτσας και Ξηρομέρου του νομού Αιτωλίας και Ακαρνανίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (13 τ. χλμ.). * * * η, Ν 1. κοινή ονομασία τών αρωματικών αποξηραμένων και τριμμένων φύλλων και… … Dictionary of Greek